- χαμαιλέοντα
- χαμαιλέωνchameleonmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυία — (Αστρον.). Διεθνώς Musca με σύμβολο Mus. Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Χαμαιλέοντα, του Πτηνού, του Διαβήτη, του Κενταύρου, του Σταυρού του Νότου και της Τρόπιδας. Αποτελείται από 15 αστέρες… … Dictionary of Greek
χαμαιλεοντικός — ή, όν, Μ [χαμαιλέων, οντος] 1. αυτός που προσιδιάζει σε χαμαιλέοντα 2. (κατ επέκτ.) ασταθής, ευμετάβλητος … Dictionary of Greek
χαμαιλεόντειος — α, ο / χαμαιλεόντειος, ον, ΝΜ [χαμαιλέων, οντος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε χαμαιλέοντα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… … Dictionary of Greek
Ιχθύς, Ιπτάμενος — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, αφανής στην Ελλάδα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Δοράδα, στην Τράπεζα, στον Χαμαιλέοντα, στην Τρόπιδα και στον Οκρίβαντα. Διεθνώς ονομάζεται Volans και συμβολίζεται Vol … Dictionary of Greek
νωτοφολίδα — Ερπετό της οικογένειας των Σαυριδών. Είναι σαυρόμορφο και φολιδωτό με πολύ μακριά ουρά και γλώσσα που προεκτείνεται σαν του χαμαιλέοντα. Στα Επτάνησα αφθονεί η ν. η μελανόστικτη, υπάρχουν όμως και άλλα είδη στον ελληνικό χώρο … Dictionary of Greek